- κυνόδηκτος
- -η, -ο (AM κυνόδηκτος, -ον)δαγκωμένος από σκύλοαρχ.αυτός που προήλθε από δάγκωμα σκυλιού («ἡ δὲ θεραπεία ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + -δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηριό-δηκτος, καρδιό-δηκτος].
Dictionary of Greek. 2013.